Περί αναδιαπραγμάτευσης του χρέους

Από τις φιλόξενες στήλες του Capital.gr είχα δημοσιεύσει μερικές εβδομάδες πριν, ορισμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης. Μία απ’ αυτές ήταν και η έκδοση ομολόγων με τα οποία το δημόσιο θα κάλυπτε τις βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις του. Αντί να περικόπτονται οι μισθοί και οι συντάξεις αδιάκριτα, το δημόσιο θα μπορούσε να καλύψει μέρος των μισθοδοτικών του υποχρεώσεων με άτοκα ομόλογα, η λήξη των οποίων θα συνέπιπτε με τη βελτίωση των δημοσίων οικονομικών, η οποία βέβαια νοείται ως εγγραφή κάποιου πρωτογενούς πλεονάσματος στον προϋπολογισμό. Οι εργαζόμενοι στο δημόσιο, προκειμένου να διατηρήσουν το μισθολογικό τους status και ως ορθολογικά σκεπτόμενα όντα, θα παρείχαν τη συγκατάθεση τους και θα απέφευγαν κάθε πράξη η οποία θα απομάκρυνε χρονικά την επίτευξη του στόχου του πλεονάσματος. Έτσι το ύψος του νέου δανείου από το μηχανισμό διάσωσης θα ήταν μικρότερο και ενδεχομένως η Ελλάδα να μη αποβάλλονταν από τις αγορές. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, αλλά το γεγονός ότι το δημόσιο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ως μέσο πληρωμών το εργαλείο των άτοκων ομολόγων, είναι μια καλή αρχή. Για να οδηγήσει όμως η αρχή αυτή στο αίσιο τέλος θα πρέπει να ακολουθήσουν και άλλα ενδιάμεσα επιτυχή μέτρα για τη διαχείριση της κρίσης.

Οι οικονομικές κρίσεις συνιστούν πολύ μεγάλες υποθέσεις ώστε να αφεθεί η αντιμετώπιση τους στα «χέρια» των οικονομολόγων. Έχει αποδειχθεί πολλές φορές πως τα εργαλεία που διαθέτουν είναι αδύναμα, αναχρονιστικά και εξαιρετικά συμβατικά, γεγονός που τα καθιστά ανίκανα να κατανοήσουν τις αιτιογενείς ρίζες των κρίσεων.

Δεν μπορώ να δώσω εδώ την ανάλυση αυτής της κριτικής αλλά μπορώ μόνο να σημειώσω πως η οικονομική επιστήμη οφείλει να εξετάζει τις σχέσεις των ανθρώπων ως προς την απόκτηση και διανομή πλούτου και όχι τις σχέσεις των υλικών αγαθών και των μεγεθών, όπως ήδη κάνει. Απ’ αυτό προκύπτει πως η επιστήμη αυτή θα πρέπει, αν θέλει να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τις σύγχρονες μεταβιομηχανικές κοινωνίες, να πάψει να αποτελεί ένα κλειστό σύστημα εκλογικευμένων αξιωμάτων και να ενσωματώσει και άλλες «μεταβλητές» στα αναλυτικά της μοντέλα, όπως ο τύπος των σύγχρονων κοινωνιών, ο τύπος της κουλτούρας, της ιστορίας, της οικολογίας ακόμα και της ψυχολογίας. Ένα παράδειγμα πολλαπλής αλληλεξάρτησης που μπορώ να αναφέρω, είναι το γεγονός ότι η αύξηση του αριθμού των διαζυγίων οδηγεί κατά ένα μικρό ή μεγάλο μέρος, στην εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων. Η συμβατική οικονομική σκέψη, στο σκέλος της πρόβλεψης, δεν συμπεριλαμβάνει την παράμετρο αυτή στα μοντέλα της. Και πολλά πολλά ακόμη.

Ας επανέλθουμε όμως στο κύριο θέμα που απασχολεί όλη τη χώρα. Την κρίση των δημοσιονομικών. Πρώτα απ’ όλα να πούμε πως το φαινόμενο δεν είναι ούτε πρωτόγνωρο ούτε Ελληνικό. Η κρίση του χρέους απασχολεί σήμερα ολόκληρη την Ευρώπη όπως τη δεκαετία του ’80 απασχολούσε τη Λατινική Αμερική και τη δεκαετία του ’90 το Μεξικό, την ανατολική Ασία και τη Ρωσία. Εκείνο που κάνει τη διαφορά σήμερα είναι το γεγονός ότι αυτή μπορεί να επεκταθεί σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο με συνέπειες απρόβλεπτων οικονομικών και κοινωνικών διαταράξεων.

Ήδη η κρίση των subprimes, έφερε το σύστημα σε συνθήκες μερικής αστάθειας στις ΗΠΑ και μια γενικευμένη ευρωπαϊκή κρίση χρέους μπορεί να δημιουργήσει μεγάλες ταλαντώσεις που θα κάνουν πολύ δύσκολη την επαναφορά. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σταθεροποιητές, η κρίση μπορεί να γενικευθεί.

Αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο η «συμμαχική τρόϊκα» δεν θα επιτρέψει τη διασπορά των συνεπειών του ελληνικού χρέους.

Μέχρι τώρα η κρίση του χρέους ήταν φαινόμενο που ενδημούσε στις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Το δεύτερο σημείο που κάνει τη διαφορά είναι πως αυτή τώρα έχει μεταφερθεί και σε χώρες που θεωρητικά εντάσσονταν στον αναπτυγμένο κόσμο.

Μήπως, με κριτήριο το δημόσιο χρέος, οι χώρες της νότιας Ευρώπης, αλλά και το Βέλγιο και η Βρετανία έχουν εκπέσει στον αχανή και συνεχώς διευρυνόμενο κύκλο των χωρών του Τρίτου Κόσμου; Στο πολύ άμεσο μέλλον θα έχουμε την απάντηση.

Από τη μεταπολεμική διεθνή πρακτική, γνωρίζουμε πως η χρηματοδότηση του Τρίτου Κόσμου, από τη Δύση, απέβλεπε στη δημιουργία αναπτυξιακών συνθηκών μέσα από τις οποίες θα βελτιώνονταν το βιοτικό επίπεδο των λαών του. Η χρηματοδότηση έπαιρνε είτε τη μορφή δανεισμού είτε τη μορφή άμεσων επενδύσεων. Οι πολιτικές αυτές απέτυχαν, εκτός λίγων εξαιρέσεων, για πολλούς λόγους κυριότεροι των οποίων ήταν ταυτόχρονα η διαφθορά και ο εκμαυλισμός των πολιτικών ελίτ των χωρών υποδοχής και οι σκληροί δυσμενείς όροι δανεισμού που αγνοούσαν τη τοπική ιδιαιτερότητα των οικονομιών. Στις εξαιρέσεις όμως των χωρών που πέτυχαν, έχει καταγραφεί η λειτουργία του εξής μηχανισμού αλληλεπίδρασης. Η βιομηχανική χρηματοδότηση των αναπτυσσομένων χωρών επέφερε αύξηση των εξαγωγών των δυτικών χωρών. Έχει αποδειχθεί πως μια αύξηση των εισαγωγών κατά 10% των αναπτυσσομένων χωρών συνεπάγεται αύξηση του εθνικού εισοδήματος των αναπτυγμένων χωρών κατά 1%. Η αύξηση αυτή λειτουργεί με τη σειρά της ευεργετικά στην αύξηση των εξαγωγών των υπό ανάπτυξη χωρών κατά 3%. Το συμπέρασμα είναι πως αν αξιοποιηθεί παραγωγικά η ξένη χρηματοδότηση τότε οι υπό ανάπτυξη χώρες μπορούν να ωφεληθούν.

Δυστυχώς όμως όχι μόνον δεν αξιοποιούνταν παραγωγικά οι ξένες εισροές κεφαλαίου, στις περισσότερες υπό ανάπτυξη χώρες, αλλά χρησιμοποιούνταν για να χρηματοδοτούν τις ανάγκες του πολιτικού κύκλου δηλαδή τη ψηφοθηρία των πολιτικών, μέσω της διεύρυνσης της δημοσιουπαλληλίας και του χρηματισμού του πολιτικού προσωπικού. Έτσι δημιουργήθηκε η κρίση του χρέους του Τρίτου Κόσμου, που πρακτικά αυτό σήμαινε πως τα νέα συναφθέντα δάνεια, αντί να χρηματοδοτήσουν πολιτικές ενδογενούς ανάπτυξης, χρησιμοποιούνταν για να καλύψουν τα παλιά. Ένας φαύλος κύκλος που ποτέ δεν έκλεισε.

Για να είμαστε όμως δίκαιοι θα πρέπει να επαναλάβουμε πως στη κρίση χρέους συνετέλεσαν κατά πολύ μεγάλο ποσοστό και οι δυσμενείς όροι συνάψεως των δανείων.

Στο τέλος της δεκαετίας του ’80, οι τράπεζες δάνειζαν τις χώρες του Τρίτου Κόσμου, και της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, με προθεσμία εξόφλησης 7-8 ετών. Μεσολαβούσε μια περίοδος χάριτος 3-4 χρόνων κατά την οποία πληρώνονταν μόνο οι τόκοι και όχι το κεφάλαιο. Αυτό όμως είχε σαν συνέπεια ότι στα υπόλοιπα 4 χρόνια έπρεπε να εξοφληθεί ολόκληρο το κεφάλαιο, δηλαδή τόκοι και χρεολύσια μαζί. Οι τοκοχρεολυτικές δόσεις ήταν τόσο μεγάλες ώστε οι ωφειλέτριες χώρες ήταν αδύνατο να ανταποκριθούν. Για παράδειγμα, εφτά χώρες της Λατινικής Αμερικής το 1987, όφειλαν το ποσό των 305 δις δολαρίων και σε μόνο πέντε χρόνια έπρεπε να καταβάλουν ποσό ύψους 233 δις δολαρίων ή το 83% του συνολικά οφειλόμενου ποσού. Όπως θεώρησε το IMF, με τη κρίση του πετρελαίου και την πτώση των τιμών των πρώτων υλών, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο.

Στην Ελλάδα σήμερα η κρίση του χρέους βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Το ύψος των συσσωρευμένων δανείων είναι τόσο μεγάλο που κάνει πολλούς να πιστεύουν πως η έξοδος από το φαύλο κύκλο είναι σχεδόν αδύνατη. Υπάρχουν όμως και αρκετοί που θεωρούν πως η διαχείριση του χρέους είναι εφικτή. Για να δούμε ποια από τις δύο απόψεις είναι σωστή θα πρέπει να πιάσουμε το νήμα της υπερχρέωσης από την άκρη του. Πως δημιουργήθηκε αυτό το εξωπραγματικό χρέος σε περίοδο ειρήνης και ποιες δανειακές πολιτικές το «πέτυχαν».

1) Δεν είναι ευρέως γνωστό αλλά είναι αλήθεια. Η Ελλάδα μετά το πόλεμο και μέχρι το 1960 δεν μπορούσε να δανεισθεί από τις διεθνείς αγορές γιατί είχε ανεξόφλητα προπολεμικά δάνεια. Παρά τους επαίνους των Ρούσβελτ και Τσώρτσιλ για την αποφασιστική συνδρομή της Ελλάδας στην νίκη των συμμαχικών δυνάμεων, οι ξένες τράπεζες, ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα, υπό την πίεση των ομολογιούχων, δεν χρηματοδοτούσαν τα προγράμματα ανασυγκρότησης που τόσο ανάγκη είχε η χώρα. Έπρεπε πρώτα να επέλθει ρύθμιση των δανειακών υποχρεώσεων.

2) Οι δυνάμεις κατοχής προέβησαν σε εξωτερικό δανεισμό ύψους 4,3 δις δολαρίων, τον οποίο αποπλήρωσε ο ελληνικός λαός και ακόμα και σήμερα η Γερμανία παρά το ότι υπάρχουν έγγραφες συμφωνίες ανάληψης των υποχρεώσεων εξόφλησης, δεν έχει καταβάλει το ποσό.

3) Από το 1960 έως το 1974 τα εξωτερικά δάνεια ήταν περιορισμένα και χαμηλού αμελητέου ύψους. Και τούτο γιατί τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών καλύπτονταν με το παρά πάνω, από τις εισροές των αδήλων πόρων, δηλαδή ναυτιλιακό, τουριστικό και μεταναστευτικό συνάλλαγμα.

4) Κατά τη περίοδο 1975 έως 1981 ο εξωτερικός δανεισμός ανέρχεται ραγδαία, λόγω της πετρελαιακής κρίσης και λόγω της μείωσης του ρυθμού ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας, και φθάνει στο ποσό των 5.190 εκατομ., δολαρίων. Η περίοδος απόσβεσης είναι 7-8 χρόνια και το μεγαλύτερο μέρος αυτού του ποσού λαμβάνεται κατά τα τρία τελευταία χρόνια της περιόδου, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι δανειακές ανάγκες της χώρας κατά τα έτη 1985-6.

5) Από το 1982 έως το 1987, τα εξωτερικά δάνεια έφθασαν το ύψος των 13.175 εκατομ., δολαρίων. Ο εξωτερικός δανεισμός θα ήταν μεγαλύτερος ασφαλώς αν δεν είχαν εισρεύσει στη χώρα κοινοτικές ενισχύσεις ύψους 6,068 εκατομ.,δολαρίων.

Κατά την περίοδο αυτή των 13 χρόνων, μετά τη πτώση της χούντας, η χώρα κατέγραψε εξωτερικό δανεισμό ύψους 18.365 εκατομ., δολαρίων, από τα οποία τα 14.770 εκατομμύρια ή το 80,65%, διατέθηκαν για την εξυπηρέτηση του. Το υπόλοιπο ποσό δηλαδή 3,595 εκατομ., ήταν πολύ μικρό για να καλύψει ανάγκες εκτέλεσης μεγάλων προγραμμάτων ανάπτυξης ώστε με την απόδοση τους να καλυφθούν οι δανειακές υποχρεώσεις. Αυτοί οι όροι σύναψης των δανείων είναι πράγματι ληστρικοί.

6) Το IMF, είχε υπολογίσει εκείνη την περίοδο, πράγμα που αποδείχθηκε, πως η Ελλάδα μεταξύ του 1988 και 1992 θα έπρεπε να καταβάλει τοκοχρεολύσια ύψους $19 δις και άρα έπρεπε να δανεισθεί άλλα $20δις για εξυπηρέτηση του χρέους και πάει λέγοντας.

7) Τη διετία 1986-87 παρατηρήθηκε σημαντική μείωση του ρυθμού αύξησης του εξωτερικού δανεισμού, με τάσεις μηδενισμού, λόγω του προγράμματος λιτότητας που εφαρμόσθηκε για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.

8) Ως ποσοστό του ΑΕΠ το εξωτερικό χρέος, το 1987, βρισκόταν στο 33,7%, πολύ καλή επίδοση αν συγκρινόταν με την αντίστοιχη της Ιταλίας, της Δανίας ή της Τουρκίας. Από την άλλη πλευρά όμως το εσωτερικό χρέος αυξανόταν με γρήγορους ρυθμούς. Το 1987 έφθασε να είναι 2.414 δις δραχμές, αυξημένο κατά 47% μέσα σε δύο χρόνια. Όμως το εσωτερικό χρέος δεν είναι το ίδιο επικίνδυνο με το εξωτερικό χρέος. Το συνολικό δημόσιο χρέος, εσωτερικό και εξωτερικό, το 1988, έφθασε στο 78% του ΑΕΠ. Για να έχουν νόημα αυτοί οι αριθμοί θα πρέπει να πούμε πως οι σχέσεις: δανειακές ανάγκες προς δημόσια έσοδα, δανειακές ανάγκες προς αξία εξαγωγών και δανειακές ανάγκες προς ρυθμούς ανάπτυξης, βρισκόταν μέσα στα επιτρεπτά όρια της διεθνούς πρακτικής τα οποία δεν απειλούσαν τη γενική ισορροπία της οικονομίας.

9) Κατά τη δεκαετία του 1990 τα πράγματα ξέφυγαν τελείως και υπερέβησαν αυτά τα όρια. Το 1992 το εξωτερικό χρέος σκαρφάλωσε στο 87,8% του ΑΕΠ, το 1993 στο 110,1%, το 1997 στο 114,0%, το 2000 στο 113,4%, για να μειωθεί το 2003 στο 107,8%, το 2004 στο 108,5%, για να μειωθεί στο 99,8% το 2008 και να εκτοξευθεί στο 113,4% το 2009. Τώρα το πρόγραμμα της σταθεροποίησης προβλέπει πως το 2011 το χρέος θα πετάξει στο 120,6% και θα μειωθεί το 2013 στο 113,4% του ΑΕΠ.

Ως προς τη σχέση δανειακές υποχρεώσεις προς κρατικά έσοδα το 2005 αυτή ήταν στο 68,1%. Δηλαδή τα κρατικά έσοδα ήταν 44 δις ευρώ και οι τοκοχρεολυτικές δόσεις 30 δις. Σήμερα το 2010, τα κρατικά έσοδα υπολογίζονται στα 55 δις ευρώ ενώ οι δαπάνες εξυπηρέτησης 53,2 δις. Δηλαδή το 97% των εσόδων. Ασφαλώς υπάρχει το «μαξιλάρι» της διάσωσης από τη τρόϊκα αλλά και αυτό θα πρέπει σε 4 χρόνια να αποπληρωθεί. Αν τα 8 χρόνια της απόσβεσης των δανείων από τις αγορές χαρακτηρίστηκαν ληστρικοί όροι, τότε πως θα πρέπει να χαρακτηρισθούν τα 4 από τους συμμάχους;

10) Μέχρι το 2015 η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει συσσωρευμένα τοκοχρεολύσια ύψους 240 δις ευρώ. Στο μεταξύ, με δεδομένη και την ύφεση, τα κρατικά έσοδα στη καλύτερη περίπτωση της βέλτιστης επιτυχίας του προγράμματος, υπολογίζονται, στην ίδια περίοδο, στα 250 δις. Και αν ακόμα το ώριμο χρέος είναι το 60% του συνολικού, και αν ο δείκτης του ΑΕΠ είναι θετικός, και αν οι τιμές του πετρελαίου είναι σταθερές, ακόμα και τότε ο ρυθμός αύξησης των δανειακών αναγκών δεν θα μειωθεί. Τεράστια ποσά κεφαλαίων θα κατευθύνονται προς την εξυπηρέτηση του χρέους. Τεράστιοι όγκοι προϊόντος εργασίας θα δαπανώνται για την εξυπηρέτηση του. Υπάρχει τρόπος για να αντιμετωπιστεί αυτή η τραγική κατάσταση; Όσο και αν φαίνεται παράδοξο η απάντηση είναι πως υπάρχει λύση.

11) Είναι αλήθεια πως η κυβέρνηση ανιχνεύει ένα αχαρτογράφητο τοπίο. Διαθέτει ελάχιστους βαθμούς ελευθερίας, όπως θα λέγαμε, δηλαδή δέχεται ασφυκτικούς περιορισμούς. Αυτό δεν διαφεύγει της προσοχής κανενός. Όμως ακολουθεί τη συνταγή της ορθοδοξίας που της επιβάλλουν οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί, το ΔΝΤ και η συμβατική οικονομική «σοφία». Για πολλούς αυτό είναι παράλογο ή και αυτοκτονικό. Σαν να κυνηγάμε ελέφαντες με απόχη για πεταλούδες. Αν ζητούσε ορισμένες ελευθερίες η κυβέρνηση, όχι για να αναστείλει τις προσπάθειες της αλλά για να κάνει πιο σίγουρα τα αποτελέσματα αυτών των προσπαθειών ίσως για όλους τους εμπλεκόμενους, οι μελλοντικές εξελίξεις να ήταν θετικότερες.

12) Το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι το εξωτερικό χρέος αλλά το αναπτυξιακό – διαρθρωτικό. Για να μπορέσει όμως να επιλυθεί το δεύτερο θα πρέπει πρώτα ή ταυτόχρονα, να αντιμετωπιστεί η μεγάλη τρύπα στο ισοζύγιο πληρωμών. Με τα σημερινά δεδομένα το πρόβλημα του χρέους θα γίνει διαχειρήσιμο αλλά το τίμημα θα είναι μία μείωση του βιοτικού επιπέδου τουλάχιστον κατά 40% αφού θα μεταφέρονται στους ομολογιούχους τραπεζίτες βουνά κεφαλαίων για την εξυπηρέτηση του. Υπάρχει μία λύση που δεν είναι ακόμα συζητήσιμη. Είναι όμως δίκαιη και αποτελεσματική:

Το 2012, η κυβέρνηση, αφού θα έχει αποδείξει πως έχει εξυγιάνει όλα τα δημοσιονομικά μεγέθη και αφού θα έχει αναδιαρθρώσει τους κρατικούς μηχανισμούς και θα έχει αποκαταστήσει τη φερεγγυότητα της, καλό θα ήταν να προτείνει στους πιστωτές μας, την αναστολή της εξοφλήσεως του χρέους κατά δέκα χρόνια. Στο διάστημα αυτό θα καταβάλλονται μόνοι οι τόκοι. Τα κεφάλαια που θα εξοικονομούνται θα επενδύονται, στα πλαίσια ενός αναπτυξιακού προγράμματος το οποίο θα εκπονηθεί από κοινού με την τρόϊκα, σε παραγωγικά έργα. Ταυτόχρονα με το πρόγραμμα αυτό, το οποίο ουσιαστικά θα αποτελεί ένα εθνικό business plan, θα προσελκύονται ξένα παραγωγικά κεφάλαια από κάθε γωνιά του πλανήτη. Οι ξένοι πιστωτές δεν θα έχουν να χάσουν ούτε ένα ευρώ, απλώς ο χρόνος εξόφλησης του κεφαλαίου θα παραταθεί κατά δέκα έτη. Με το τρόπο αυτό όχι μόνο θα ανακουφισθεί η ελληνική οικονομία και κοινωνία αλλά αν ταυτόχρονα επιτευχθεί η αναδιάρθρωση του κράτους, η αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και η άρση των αντικινήτρων ανάπτυξης, τότε είναι σίγουρο πως θα έχουμε και θα ζήσουμε μια νέα Ελλάδα. Η ρύθμιση αυτή για την εξόφληση του χρέους είναι δίκαιη, γιατί αίρει τη ληστρικότητα των δανειοδοτικών όρων, λογική, γιατί διατηρεί τη συνοχή στην ελληνική κοινωνία και αποτελεσματική, γιατί εξασφαλίζει νέα περίοδο παραγωγικής ανάπτυξης. Άλλωστε είναι μια πρακτική μέθοδος η οποία έχει εφαρμοσθεί σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα το Μεξικό το 1987 είχε αναδιαρθρώσει το χρέος του όχι μόνο στην διάρκεια της απόσβεσης του αλλά πέτυχε και τη μείωση του οφειλόμενου ποσού. Και αυτό με την εγγύηση των ΗΠΑ. Γιατί δεν θα άντεχαν οι ξένες Τράπεζες μια επιμήκυνση της χρονικής διάρκειας εξόφλησης, αφού τα στεγαστικά δάνεια που χορηγούν είναι και άνω των τριάντα ετών, ή τα δάνεια προς τις βιομηχανίες είναι εικοσαετούς διάρκειας, κλπ; Διαφορετικά είναι πολύ πιθανό η λεγόμενη προσαρμογή να αντικρίσει έντρομη το κόκκινο «φως» της κοινωνικής αναταραχής η οποία θα ακυρώσει κάθε προσπάθεια με μεγάλο πολιτικό και οικονομικό κόστος.

* Κουρματζής Θανάσης - Οικονομολόγος / Στατιστικός / Μελετητής- CEO Κέντρο Μελετών των Οικονομικών Κρίσεων και της Διεθνούς Ασφάλειας.

* * Όλα τα στοιχεία αντλήθηκαν από το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα και τη Τράπεζα της Ελλάδας.

ΠΗΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου