Καὶ ἄρχισαν ἀπὸ τὴν Ἁγια-Σοφιὰ καὶ τὴν Παναγία Χαλκέων. Γιατὶ δὲν
μπορῶ νὰ διανοηθῶ τί ἄλλο ἤθελαν νὰ βομβαρδίσουν σὲ κείνη τὴν περιοχή.
Καὶ φαίνεται ὅτι τὰ κατάφεραν ἀρκετὰ καλὰ γιατὶ δύο ἢ τρεῖς βόμβες
ἔπεσαν πάνω στὸν τροῦλο τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τὸ πράγμα ἦταν τρομερό. Γιατί,
ὅπως ξέρετε, ὁ τροῦλος ἔχει ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ψηφιδωτὰ ὅλου τοῦ
κόσμου. Εἶναι ἡ Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς, ἀπὸ κάτω τὸν βλέπουν ὄρθιοι οἱ
Δώδεκα Ἀπόστολοι καὶ μαζί τους ἡ Παναγία. Εἶναι καὶ δύο ἄγγελοι. Ἕνα
τεράστιο ψηφιδωτὸ ἀνεκτίμητης τέχνης, ποὺ καλύπτει ὅλο τὸν τροῦλο καὶ
ποὺ ἔγινε πιθανῶς περὶ τὸ 885 μ.Χ. Λοιπὸν καταλαβαίνετε τί τρομερὸ
πράγμα ἦταν νὰ βομβαρδιστεῖ ὁ τροῦλος μ΄ αὐτὸ τὸ ἀριστούργημα. Ἀλλὰ ὅσο
καὶ τρομερὸ νὰ ἦταν, ὅσο καὶ σατανικὰ νὰ σκέφτηκαν οἱ Ἰταλοί, ἡ Παναγία
φαίνεται πὼς ἔβαλε τὸ χέρι της.
Καί, ὢ τοῦ θαύματος, οἱ τρεῖς βομβίτσες γλύστρισαν κι ἔπεσαν στὴ
βόρεια αὐλὴ τῆς ἐκκλησίας, δηλαδὴ στὸ τμῆμα τῆς αὐλῆς ποὺ ἦταν πολὺ
κοντὰ πρὸς τὸ σπίτι μας. Καὶ πέφτοντας στὸ χῶμα δὲν ἔκαναν κανένα κακό.
Παρ΄ ὅλα αὐτά, πρόλαβε μία βόμβα καὶ γκρέμισε ἕνα μικρὸ τοιχάκι τοῦ
τρούλου. Ὁ τρούλος στηρίζεται σὲ τέσσερα μικρὰ τοιχία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ
ἕνα, τὸ βορειοδυτικό, ἡ βόμβα τὸ κατέστρεψε καὶ ταυτόχρονα ἔπεσαν
μερικὲς ψηφίδες, εὐτυχῶς ὄχι ὁλόκληρο τὸ τμῆμα τοῦ ψηφιδωτοῦ.
Αὐτὴ ἦταν ἡ μοναδικὴ καταστροφή. Ὑπάρχουν ἀκόμα φωτογραφίες μὲ τὸ
κατεστραμμένο αὐτὸ τοιχίο καὶ εἶναι συγκινητικό ὅτι ὁ ἔφορος ἀρχαιοτήτων
Χαράλαμπος Μακαρόνας, ἑφτὰ μῆνες μετὰ τὸν βομβαρδισμό, μὲ πενιχρὰ μέσα
καὶ ἀγριες κατοχικὲς πεῖνες, κατάφερε νὰ χτίσει τὸ τοιχίο καὶ νὰ
ἀποκαταστήσει ἐντελῶς τὴν βλάβη στὸν τρούλο. Ὁ λαός, πάντως, ἤξερε ἕνα
πράγμα: ἡ Παναγία εἶχε κάνει τὸ θαῦμα της. Καὶ πήγαιναν ὅλοι στὸ μέρος
ποὺ ἔπεσαν οἱ βόμβες καὶ προσκυνοῦσαν.
Ὡστόσο, τὸ γεγονὸς αὐτὸ πολὺ γρήγορα ἐπισκιάστηκε ἀπὸ ἔναν ἄλλο
κύκλο θαυμάτων, ποὺ ἦταν ἀπείρως πιὸ ἐντυπωσιακός. Ξαφνικά, ἐμφανίστηκαν
σὲ καμιὰ δεκαριὰ σημεῖα, στὸ κέντρο τῆς πόλης (Θεσσαλονίκης), εἰκόνες
τῆς Παναγίας στὰ τζάμια διαφόρων μαγαζιῶν. Στὴν ἀρχὴ μᾶς τὸ λέγαν καὶ
δὲν τὸ πιστεύαμε. Οἱ Παναγίες ποὺ ἐμφανίστηκαν στὰ τζάμια δὲν ἦταν
ζωγραφισμένες, ἀλλὰ ἀχειροποίητες. Ἡ εἰκόνα σχηματιζόταν στὸ ἐσωτερικὸ
τοῦ τζαμιοῦ, μέσα δηλαδὴ στὴν ὕλη τοῦ γυαλιοῦ, δὲν ἦταν οὔτε ἀπὸ τὴν ἔξω
μεριὰ οὔτε ἀπὸ τὴν μέσα. Καὶ ἦταν καὶ χρωματισμένη, ἀλλὰ μὲ ἄυλα καὶ
ἀνεξίτηλα χρώματα.
Στὴν ἀρχὴ μερικοὶ δύσπιστοι ἔλεγαν ὅτι ἦταν ἡ ἰδέα μας, ὅτι αὐτὰ
ἦταν ὑστερίες τοῦ πλήθους. Ἄλλοι πάλι ἔλεγαν ὅτι διάφοροι ἔξυπνοι τὸ
σοφίστηκαν αὐτό, κυρίως καντηλανάφτες, γιὰ νὰ πηγαίνει ὁ λαὸς νὰ
προσκυνάει καὶ νὰ ἀγοράζει κεριά. Πάντως κάποιοι εἶχαν φέρει μανουάλια
καὶ μποροῦσες νὰ ἀνάψεις ἐκεῖ μπροστὰ στὴ βιτρίνα τοῦ μαγαζιοῦ, ὅπου
εἶχε ἐμφανιστεῖ ἡ Παναγία, ἕνα κερί. Αὐτὸ διαδίδονταν γιὰ διάφορα σημεῖα
τῆς πόλεως. Καὶ μιὰ μέρα, Ἁγίας Σοφίας καὶ Ἐγνατία σχεδὸν στὴ γωνία,
λίγο παρακάτω ἀπὸ τὸ ξενοδοχεῖο «Κασσάνδρα», σ΄ἕνα κουρεῖο, ὅπου πολλὰ
χρόνια ἀργότερα πήγαινα καὶ κουρευόμουνα κι ἐγώ, ἐμφανίστηκε στὴν
τζαμαρία του μιὰ ζωγραφιὰ τῆς Παναγίας.
Ἦταν τόσο καθαρή, τόσο βυζαντινὴ καὶ τόσο ἀνεξίτηλη, ποὺ δέν σοῦ
ἐπέτρεπε τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία. Μπορεῖ οἱ διάφοροι νὰ εἶχαν τὶς
ἀπιστίες τους, ἀλλὰ ὁ κόσμος στεκόταν μὲ τὶς ὥρες στὴν οὐρά (ποὺ ἔφτανε
ἀπὸ τὸ κουρεῖο μέχρι τὴν Ἁγια-Σοφιά) γιὰ νὰ προσκυνήσει.
Κάποτε πῆγα κι ἐγὼ καὶ ἔτσι ἀξιώθηκα νὰ δῶ τὴν Παναγία ἀπὸ κοντά.
Ἔπιανες τὸ τζάμι καὶ δὲν ἔπιανες τὶποτα. Ἀλλὰ ἡ εἰκόνα ὑπῆρχε. Δὲν
κάλυπτε ὅλη τὴν ἐπιφάνεια τοῦ τζαμιοῦ, ἀλλὰ μόνο τὸ κέντρο του. Θὰ
ἔλεγες πὼς ἦταν σὰν βιτρώ, ἀλλὰ δὲν ἦταν οὔτε βιτρώ. Τὰ χρώματα ἦταν
πολὺ ἄυλα καὶ ἀχνά. Ὁ κόσμος προσκυνοῦσε καὶ ἀσπάζονταν τὴν ἀχειροποίητη
εἰκόνα στὸ τζάμι, μερικοὶ ἄναβαν καὶ κάνα κερὶ ποὺ ἔφερναν μαζί τους
ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔδινε λεφτά. Καὶ ἄλλωστε ποῦ νὰ τὰ δώσει καὶ γιατί; Ἦταν
πραγματικὰ μιὰ ἀπὸ τὶς συγκινητικότερες στιγμὲς τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ
πολέμου. Γιατὶ διαβάζαμε στὶς ἐφημερίδες ὅτι καὶ οἱ πολεμιστὲς στὸ
μέτωπο ἔβλεπαν τὴν Παναγία νὰ διαγράφεται στὸν ὁρίζοντα καὶ νὰ τοὺς
κατευθύνει.
Ἀκόμη καὶ τὸ θαῦμα τοῦ τρούλου τῆς Ἁγίας Σοφίας ἦταν λιγότερο
ἐντυπωσιακό, ἀλλὰ τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας πάνω στὰ τζάμια ἦταν κάτι
ἀπερίγραπτο. Καὶ ἐπειδὴ καθόμασταν πολύ κοντὰ στὸ κουρεῖο (δυὸ τετράγωνα
μᾶς χώριζαν ὅλο κι ὅλο), τὸ μικρὸ ἐκκλησάκι μὲ τὸν βυζαντινὸ τοῖχο
γέμιζε κάθε ἀπόγευμα ἀπὸ γυναῖκες, ἀκόμη καὶ νέες, ποὺ ἔλεγαν τὸν
Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ἂν θυμοῦμαι καλά, οἱ ἀχειροποίητες αὐτὲς εἰκόνες τῆς
Παναγίας ἔμειναν ἕνα μήνα καὶ μετὰ χάθηκαν ἀκριβῶς ὅπως ἦρθαν. Τότε
πολλοὶ διέδωσαν ὅτι ἡ ἐξαφάνιση τῶν εἰκόνων ἦταν κακὸ σημάδι καὶ πὼς θὰ
χάναμε ὅπου νά΄ταν τὸν πόλεμο στὴν Ἀλβανία.
Πηγή: Ντίνος Χριστιανόπουλος
Θεσσαλονίκη οὗ μ΄ἐθέσπισεν (σσ 63-65)
Αὐτοβιογραφικὰ κείμενα – ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΝΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου